επιχιτώνιο

επιχιτώνιο
το
βοηθητικό περίβλημα που αναπτύσσεται μετά τη γονιμοποίηση και καλύπτει τελείως το σπέρμα τών φυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …   Dictionary of Greek

  • ντολαμάς — και ντουλαμάς και δουλαμάς, ο ένδυμα μακρύ και ανοιχτό στο μπροστινό μέρος που δένεται με ζώνη και το οποίο χρησιμεύει ως επανωφόρι τής στολής φουστανελοφόρου και ως επιχιτώνιο ευζώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama. Βλ. και ντολμάν] …   Dictionary of Greek

  • ντολμάν — και ντολαμάν, το επιχιτώνιο εφαρμοστό γύρω από τη μέση το οποίο κοσμείται με σειρήτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama «τύλιγμα» < dolamak «τυλίγω». Βλ. και ντολαμάς] …   Dictionary of Greek

  • πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”